- κρητικός
- -ή, ό (AM κρητικός, -ή, -όν) [Κρήτη]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή προέρχεται από την Κρήτη (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος»)νεοελλ.(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κρητικός, η Κρητικιάο κάτοικος τής Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήναρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρητικός (ενν. πούς)ο μετρικός πους -υ-, αλλ. αμφίμακρος2. το ουδ. ως ουσ. τo κρητικόνα) (ενν. ἱμάτιον) κοντό ιμάτιο που φορούσαν κατά τις θρησκευτικές τελετές («σὺ δὲ τὸ κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως», Αριστοφ.)β) (ενν. μέτρον)ο κρητικός πους.επίρρ...κρητικῶς (Α)σύμφωνα με τους τρόπους και τις συνήθειες τών Κρητών.
Dictionary of Greek. 2013.